χολέδρα

χολέδρα
ἡ, ΜΑ
η υδρορρόη οροφής («τὰς χολέδρας καὶ τοὺς εἰσαγωγεῑς τῶν ἱερῶν κρηνῶν λεοντομόρφους κατεσκεύασαν οἱ ἀρχαῑοι τῶν ἱερῶν ἔργων ἐπιστάται», Ωραπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ερμηνεία τής λ. ως σύνθετης από τους τ. χολή και ἕδρα, στην οποία θα οδηγούσε η μορφή της, όπως και οι διάφορες άλλες συνδέσεις που προτείνονται (λ.χ. με το ρ. χεω ή με το θ. δρᾶ- τών διδράσκω, δραπέτης), ή η θεώρηση της ως δάνειας, παραμένουν απλές υποθέσεις που δεν συμβάλλουν στην ετυμολόγησή της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολέδρα — χολέδρᾱ , χολέδρα groove fem nom/voc/acc dual χολέδρᾱ , χολέδρα groove fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδρᾳ — χολέδρᾱͅ , χολέδρα groove fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδρας — χολέδρᾱς , χολέδρα groove fem acc pl χολέδρᾱς , χολέδρα groove fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολέδραις — χολέδρα groove fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελώτρα — ἡ, Α υδρορρόη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χολέδρα* «υδρορρόη οροφής» ή, κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, με έναν δυσερμήνευτο τ. κελέτρα, στον οποίο αποδίδονται από τους μελετητές διάφορες σημ., όπως «βοσκή» ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”